Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τὴν εὐθεῖαν

См. также в других словарях:

  • ευθύς — εία, ύ (ΑΜ εὐθύς, εῑα, ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς) 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση τής ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.) 2. (με ηθ. έννοια)… …   Dictionary of Greek

  • Άγραφα — I Γεωγραφική (2.600 τ. χλμ.) και ιστορική περιοχή, προέκταση της νότιας Πίνδου. Οι κάτοικοί της είναι σκορπισμένοι σε 126 χωριά (που τα περισσότερα δεν είναι συγκεντρωμένοι οικισμοί, αλλά διάσπαρτα σπίτια και καλύβες). Συνορεύει στα Β με τον νομό …   Dictionary of Greek

  • στέγη — Τμήμα οικοδομής, που καλύπτει το πάνω μέρος της για να προφυλάξει το εσωτερικό της από τις καιρικές συνθήκες. Τύποι στέγης είναι η ταράτσα, η επικλινής, η αψίδα και θόλος. Η ταράτσα είναι μια επίπεδη οροφή που αποτελείται, από ξύλινες ή… …   Dictionary of Greek

  • παραβάλλω — ΝΜΑ παραθέτω για σύγκριση, συγκρίνω, παραλληλίζω (α. «δεν μπορώ να παραβάλω την εργασία τους, γιατί είναι και τών δύο άριστη» β. «παραβαλόντες οὖν παρ ἀλλήλους σκεψώμεθα», Πλάτ.) μσν. αρχ. προσφέρω κάτι σε κάποιον ως δόλωμα για να τόν προσελκύσω… …   Dictionary of Greek

  • ευθυβολώ — (ΑΜ εὐθυβολῶ, έω) [ευθυβόλος] ρίχνω ή στέλνω κάτι κατ ευθείαν μπροστά («εὐθυβολεῑν τὸν γόνον», Πλούτ.) (ειδικά για όπλα) πετυχαίνω τον στόχο αρχ. 1. εκτοξεύομαι, ρίχνομαι κατ ευθείαν μπροστά («τοῡ σπέρματος εὐθυβολοῡντος εἰς [τὴν μήτραν]»,… …   Dictionary of Greek

  • ευθύνω — (ΑΜ εὐθύνω) [ευθύς] κάνω κάτι ευθύ, ευθειάζω, ισιάζω («ευθύνω μέταλλο») νεοελλ. 1. καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, βαρύνω κάποιον με ευθύνες 2. (συν. μέσ.) ευθύνομαι είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη («θα τιμωρηθούν όσοι ευθύνονται για τις βομβιστικές… …   Dictionary of Greek

  • στέλεχος — Στη φυτολογία σ. είναι συνώνυμο του βλαστού, που χρησιμοποιείται περισσότερο στην περίπτωση των ποωδών φυτών. Λέγεται και καυλός. Πρόκειται για το όργανο στήριξης στα ανώτερα φυτά. Πάνω σ’ αυτόν βρίσκονται γενικά διάφορα όργανα και κυρίως τα… …   Dictionary of Greek

  • ευθύβολος — η, ο και ευθυβόλος, ο (ΑΜ εὐθυβόλος και εὐθύβολος, ον) 1. αυτός που χτυπάει κατ ευθείαν, που πετυχαίνει τον στόχο, ο εύστοχος (α. «τὰς εὐθυβόλους ἐλεπόλεις» β. «τόξα εὔστοχα καὶ εὐθυβολώτατα») 2. ο επιτυχής, ο ακριβής («εὐθυβόλους στοχασμούς»,… …   Dictionary of Greek

  • μηνιγγίτιδες — Νόσοι που οφείλονται σε φλεγμονή των μηνίγγων, κυρίως των λεπτών. Τα αίτια που τις προκαλούν είναι διάφορα μικρόβια, όπως ο μηνιγγιτιδόκοκκος, ο πνευμονιόκοκκος, ο αιμόφιλος (πυώδεις μ.), το μικρόβιο της φυματίωσης (φυματιώδης μ.), διάφοροι ιοί… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»